ολόμαυρος

ολόμαυρος
-η, -ο
κατάμαυρος, σκοτεινός: Στο κοπάδι υπάρχει και μία ολόμαυρη προβατίνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ολόμαυρος — η, ο εντελώς μαύρος, κατάμαυρος …   Dictionary of Greek

  • κατάμαυρος — η, ο (Μ κατάμαυρος, η, ον) ολόμαυρος, εντελώς μαύρος («κατάμαυρος σαν πίσσα») …   Dictionary of Greek

  • μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

  • παμμέλας — παμμέλας, αινα, αν (Α) ολόμαυρος, κατάμαυρος («βόες παμμέλανες», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μέλας] …   Dictionary of Greek

  • κατάμαυρος — η, ο ολόμαυρος, πολύ μαύρος: Ήταν ένας κατάμαυρος Αφρικανός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”